υποχοντριάζω

υποχοντριάζω
υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποχοντριάζω — Ν βλ. υποχονδριάζω …   Dictionary of Greek

  • υποχονδριάζω — και υποχοντριάζω Ν [υποχόνδριος / υποχόντριος] γίνομαι υποχονδριακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”